ανεμαζώνω

ανεμαζώνω
βλ. αναμαζώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”